- εκατονθήμερο
- και εκατονταήμερο, το1. χρονική διάρκεια εκατό ημερών2. (ως κύριο όνομα) η δεύτερη περίοδος τής αυτοκρατορίας τού Μεγάλου Ναπολέοντος που είχε διάρκεια εκατό ημέρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… … Dictionary of Greek